Το βράδυ της 16 Ιουλίου 1974 η Κύπρος δια μέσω του μόνιμου αντιπροσώπου της στον ΟΗΕ Ζήνωνα Ρωσσίδη πραγματοποεί έκκληση για ψήφισμα του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών για την κατάπαυση του πυρός, βάζοντας ένα τέλος στις μάχες που πυροδοτήθηκαν από το πραξικόπημα κατά του Αρχιεπισκόπου Μακάρου. Το συμβούλιο απέρριψε την πρόταση μετά από συζήτηση 80 λεπτών, δίνοντας χρόνο για να ξεκαθαριστεί εάν οι πραξικοπηματίες έχουν τον αποφασιστικό έλεγχο της χώρας. Ο Γενικός Γραμματέας των Ηνωμένων Εθνών, Kurt Waldheim ξεκίνησε τη συζήτηση παραθέτοντας ανεπιβεβαίωτες αναφορές ότι περίπου 30 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους στις συγκρούσεις στην κυπριακή πρωτεύουσα. Ο Ρωσσίδης ζήτησε επίσης να αναληφθεί δράση για την απομάκρυνση των 650 αξιωματικών του Ελληνικού Στρατού που υπηρετούν στην Κύπρο. Ο Έλληνας εκπρόσωπος στο συμβούλιο, Εμμανουήλ Μεγαλοκονόμου, είπε ότι η κυβέρνησή του δεν συμμετείχε στο πραξικόπημα και ότι οι ισχυρισμοί για τους Έλληνες αξιωματούχους που υπηρετούν στην Κύπρο ήταν αβάσιμοι. Ανέφερε ότι οι 10.000 άνδρες της δύναμης ήταν όλοι Κύπριοι και ότι η ΕΦ βρισκόταν υπό την αποκλειστική εξουσία της κυπριακής κυβέρνησης. Τέλος ο πρεσβευτής της Τουρκίας, Οσμάν Ολκάι, μιλώντας στα γαλλικά κατηγόρησε ότι το πραξικόπημα κατασκευάστηκε από την Αθήνα και διενεργήθηκε από τους Έλληνες αξιωματούχους. Η Τουρκία παραμένει αφοσιωμένη στην ειρηνική επίλυση του προβλήματος, ωστόσο, ανέφερε ότι η χώρα του θα διαφυλάξει τα δικαιώματα και τα συμφέροντά της.